- συνάγχη
- η, ΝΜΑείδος καταρροϊκής φλεγμονής τής μύτης ή τού φάρυγγα, ρινικός κατάρρους, το συνάχι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν-άγχη, στηθ-άγχη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνάγχη — sore throat fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγχῃ — συνάγχη sore throat fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγχαις — συνάγχη sore throat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγχην — συνάγχη sore throat fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγχης — συνάγχη sore throat fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγχας — συνάγχᾱς , συνάγχη sore throat fem acc pl συνάγχᾱς , συνάγχη sore throat fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργυράγχη — ἀργυράγχη, η (Α) λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β… … Dictionary of Greek
δεράγχη — δεράγχη, η (Α) βρόχος, θηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρη + άγχη < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη)] … Dictionary of Greek
κύφων — ο (Α κύφων, ωνος) [κυφός] είδος ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε ακινησία το κεφάλι ή ο αυχένας ή άλλα μέλη τού σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
παρασυνάγχη — ἡ, Α φλόγωση, φλεγμονή. τών μυών τής μιας πλευράς τού λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συνάγχη «συνάχι»] … Dictionary of Greek